- γάστρα
- η1. η γλάστρα όπου φυτεύουμε λουλούδια.2. πήλινο ή σιδερένιο σκεύος με καπάκι που μπαίνει στη φωτιά για να ψηθεί το φαγητό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γάστρα — γάστρᾱ , γάστρα the lower part fem nom/voc/acc dual γάστρᾱ , γάστρα the lower part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρᾳ — γάστραι , γάστρα the lower part fem nom/voc pl γάστρᾱͅ , γάστρα the lower part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρα — η (AM γάστρα, Α και γάστρη, η) 1. η γλάστρα 2. τα μέρη τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή, η πλεούσα* νεοελλ. πήλινο ή σιδερένιο ημισφαιρικό σκεύος με το οποίο σκεπάζουν φαγητό για να ψηθεί πάνω στη θράκα αρχ. το εξογκωμένο… … Dictionary of Greek
γάστρας — γάστρᾱς , γάστρα the lower part fem acc pl γάστρᾱς , γάστρα the lower part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστραι — γάστρα the lower part fem nom/voc pl γάστρᾱͅ , γάστρα the lower part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστραν — γάστρᾱν , γάστρα the lower part fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρῶν — γάστρα the lower part fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστραις — γάστρα the lower part fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρη — γάστρα the lower part fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρην — γάστρα the lower part fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)